- ἀρχιεταῖρος
- ἀρχι-εταῖρος, ὁ,A chief friend or companion, LXX 2 Ki.16.16 (due to mistranslation of pr. n. 'Arkī).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχιεταίρος — ἀρχιεταῑρος, ο (Α) ο πρώτος ανάμεσα στους εταίρους, ο καλύτερος φίλος και σύντροφος … Dictionary of Greek
ἀρχιεταῖρος — chief friend masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιεταῖρον — ἀρχιεταῖρος chief friend masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԿԱՄ — (ի, աց.) NBH 1 449 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա.գ. φίλος amicus Որ կամի զբարի ընկերին որպէս անձին, կամ ունի զբարի կամս առ այլ. ընտանի սիրելի. սիրական, սրտակից. ... *Խօսէր տէր ընդ Մովսիսի դէմ յանդիման, որպէս ոք՝ զի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)